πληρωνονται σημερα(19-3-12) οι κερδοσκοποι των sds.Το μεγαλο κολπο ,κανει κυκλους..
Γαλλία: 1,9 δισ. ευρώ θα λάβουν οι κάτοχοι CDS ελληνικών ομολόγων
Το ποσό των 1,9 δισ. ευρώ (2,5 δισ. δολάρια) θα καταβληθεί στους κατόχους CDS ελληνικών ομολόγων, όπως ανακοίνωσαν απόψε οι ειδικοί των εταιρειών αποτίμησης παραγώγων Markit και Creditex.
Το ποσό αυτό προκύπτει μετά τη δημοπρασία των CDS που είναι συνδεδεμένα με τα ελληνικά ομόλογα και στην οποία καθορίστηκε η αξία τους στο 21,5 σεντ ανά ευρώ. Κατά συνέπεια, οι εκδότες των ασφαλίστρων κινδύνου θα πρέπει να καταβάλουν το ποσό των 78,5 σεντ ανά ευρώ στους κατόχους των CDS.
Να σημειωθεί ότι η μέση αρχική τιμή ήταν 21,75 σεντ ανά ευρώ.
Η δημοπρασία οργανώθηκε από τη Διεθνή Ένωση για την Ανταλλαγή Νομίμων Υποχρεώσεων και Παραγώγων (ISDA), η οποία είχε αποφανθεί στις 9 Μαρτίου ότι η ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων συνιστά πιστωτικό γεγονός επειδή η Αθήνα ενεργοποίησε τις ρήτρες συλλογικής δράσης (CAC).
Πηγές: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Γαλλικό πρακτορείο
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ SDS..
Η σύμβαση ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (ΣΑΚΑ- Credit default swap ή απλά CDS) είναι μία σύμβαση ανταλλαγής(ΣΑ) στην οποία ο αγοραστής της πραγματοποιεί σειρά πληρωμών προς τον αντισυμβαλλόμενο πωλητή και σε αντάλλαγμα δέχεται εφάπαξ πληρωμή σε περίπτωση που κάποιο πιστωτικό μέσο (συνήθως ομόλογο ή δάνειο) χαρακτηρισθεί από αθέτηση του εκδότη.
Στην απλούστερη μορφή της, η ΣΑΚΑ είναι μια διμερής σύμβαση μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της προστασίας από τονπιστωτικό κίνδυνο. Η ΣΑΚΑ αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο ομόλογο χρέους μιας «οντότητας αναφοράς, η οποία οντότητα συνήθως είναι κράτος ήνομικό πρόσωπο όπως μιαεταιρεία. Η οντότητα αναφοράς δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης. Ο αγοραστής της προστασίας προβαίνει σε τριμηνιαίες πληρωμές ασφαλίστρων προς τον πωλητή. Εάν η οντότητα αναφοράς αθετήσει κάποιες υποχρεώσεις ως προς το χρέος της, ο πωλητής πληρώνει στον αγοραστή την ονομαστική αξία των ομολογιών σε αντάλλαγμα για τη φυσική παράδοση του ομολόγου, αν και ο διακανονισμός μπορεί επίσης να γίνει με μετρητά ή μεδημοπρασία.[1][2] Η αθέτηση αναφέρεται ως "Πιστωτικό Γεγονός" και περιλαμβάνει συμβάντα όπως η αδυναμία πληρωμής, η αναδιάρθρωση και η πτώχευση. Οι περισσότερες ΣΑΚΑ κυμαίνονται μεταξύ 10 - 20 εκατομμυρίων δολαρίων και είναι διάρκειας μεταξύ ενός και 10 ετών.[3]
Ο κάτοχος του ομολόγου μπορεί να "αγοράσει προστασία" για αντισταθμίσει τον πιστωτικό κίνδυνο του ομολόγου. Με τον τρόπο αυτό, η ΣΑΚΑ είναι παρόμοια με την ασφάλιση πιστώσεων, αν και δεν είναι ούτε παρόμοια ούτε υπόκειται σε κανονισμούς που διέπουν την ασφάλιση ατυχημάτων ή ζωής. Επίσης, οι επενδυτές μπορούν να αγοράζουν και να πωλούν προστασία χωρίς να κατέχουν κανένα χρέος του φορέα αναφοράς. Αυτές οι "γυμνές συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης" επιτρέπουν στους διαπραγματευτές να κερδοσκοπούν επί εκδόσεων χρέους και της φερεγγυότητας των οντοτήτων αναφοράς. Οι ΣΑΚΑ μπορούν να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή συνθετικών θετικών και αρνητικών θέσεων θέσεων στους φορείς αναφοράς.[4] Οι γυμνές ΣΑΚΑ αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής αγοράς των συμβάσεων αυτών. Επιπλέον, οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε θέματα εξισορροπητικής κερδοσκοπίας σε σχέση με την εταιρική κεφαλαιακή διάρθρωση.
Οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης υπάρχουν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, αλλά η αγορά αυξήθηκε δραματικά από το 2003. Μέχρι το τέλος του 2007, το οφειλόμενο ποσό ήταν 62,2 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ μέχρι το τέλος του 2008 υποχώρησε στα 38,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.[5]
Τα περισσότερα CDS είναι τεκμηριωμένα με τυποποιημένα έντυπα που εκδίδονται από τον Διεθνή Σύνδεσμο Συμβάσεων Ανταλλαγής και Παραγώγων (International Swaps and Derivatives Association, ISDA), αν και μερικά είναι προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένες ανάγκες.Οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης έχουν πολλές παραλλαγές.[2] Εκτός από τις βασικές "μοναδικού ονόματος" ΣΑΚΑ, υπάρχουν συμβάσεις επί δεικτών (index CDS), "συμβάσεις επί καλάθου οντοτήτων" (basket CDS), ΣΑΚΑ χρηματικής εγγυήσεως (δηλαδή, με μια αρχική πληρωμή από τον πωλητή ως εγγύηση, funded CDS) και "μόνον δανείων" ΣΑΚΑ (δηλαδή, μόνον επί κοινοπρακτικών, εγγυημένων δανείων της οντότητας αναφοράς, LCDS). Εκτός από τις εταιρείες ή τις κυβερνήσεις, η οντότητα αναφοράς μπορεί να περιλαμβάνει και μια εταιρεία ειδικού σκοπού που εκδίδει χρεόγραφα υποστηριζόμενα από υποθήκη.[6]
Οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο και δεν υπάρχει καμία απαίτηση αναφοράς των συναλλαγών σε μια κρατική υπηρεσία.[7] Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 2007-2010, η έλλειψη διαφάνειας και το τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέγεθος της αγοράς προκάλεσαν ανησυχία στις ρυθμιστικές αρχές, διότι τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν εν δυνάμει συστημικό κίνδυνο για τηνοικονομία.[8][2][4] Τον Μάρτιο του 2010, ο φορέας εκκαθάρισης συναλλαγών "DTCC Trade Information Warehouse" ανακοίνωσε ότι θα δώσει οικειοθελώς στις ρυθμιστικές αρχές ευρύτερη πρόσβαση στη βάση δεδομένων του σχετικά με τις ΣΑΚΑ.[9
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:
Μια Σύμβαση Ανταλλαγής Κινδύνου Αθέτησης (ΣΑΚΑ) είναι ένα παράγωγο πιστωτικό συμβόλαιο μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων. Ο αγοραστής προβαίνει σε περιοδικές πληρωμές προς τον πωλητή, και σε αντάλλαγμα εισπράττει πληρωμή, εάν το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο τελέσει υπό καθεστώς αθέτησης.[1][2][10] Η ΣΑΚΑ θα αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο δάνειο ή ομόλογο χρέους μίας «οντότητας αναφοράς», συνήθως εταιρείας ή κράτους.[3]
Ως παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι ένας επενδυτής αγοράζει μια ΣΑΚΑ από την ΑΑΑ-Τράπεζα, όπου o φορέας αναφοράς είναι η εταιρεία Ριψοκίνδυνη Α.Ε. Ο επενδυτής θα καταβάλλει τακτικές εισφορές στην ΑΑΑ-Τράπεζα, και αν η Ριψοκίνδυνη Α.Ε., δεν εκπληρώσει το χρέος της (δηλαδή, αν αθετήσει κάποια πληρωμή σχετικά με τις δόσεις ή το κεφάλαιο του χρέους της), ο επενδυτής θα εισπράξει εφάπαξ πληρωμή από την ΑΑΑ-Τράπεζα, και η σύμβαση τερματίζεται.
Κερδοσκοπία
Οι ΣΑΚΑ επιτρέπουν στους επενδυτές να κερδοσκοπήσουν επί των μεταβολών στις αποδοσιακές διαφορές των συμβάσεων μοναδικού ονόματος ή συμβάσεις επί δεικτών στην αγορά, όπως ο βορειοαμερικανικός δείκτης CDX ή ο ευρωπαϊκός δείκτης iTraxx. Ο επενδυτής μπορεί να έχει την πεποίθηση ότι οι αποδοσιακές διαφορές μιας οντότητας αναφοράς είναι υπερβολικά υψηλά ή χαμηλά, σε σχέση με τις αποδόσεις των ομολόγων του φορέα αυτού, και έτσι προσπαθεί να επωφεληθεί ερχόμενος σε συναλλαγή, γνωστή και ως συναλλαγή βάσης, που συνδυάζει μια ΣΑΚΑ, ένα ομόλογο και μια σύμβαση ανταλλαγήςεπιτοκίου.
Τέλος, ο επενδυτής μπορεί να κερδοσκοπήσει πάνω στην πιστοληπτική ικανότητα μιας εταιρείας ή κράτους, δεδομένου ότι γενικά οι αποδοσιακές διαφορές αυξάνονται με την εξασθένηση της φερεγγυότητας, ενώ μειώνονται με την ενίσχυσή της. Ο επενδυτής επομένως μπορεί να αγοράσει μια ΣΑΚΑ κάποιας εταιρείας για να κερδοσκοπήσει από το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας της. Εναλλακτικά, ο επενδυτής μπορεί να πάρει θέση πωλητή στη ΣΑΚΑ αν κρίνει ότι η πιστοληπτική ικανότητα της εταιρείας θα βελτιωθεί.
Για παράδειγμα, ένα αντισταθμιστικό κεφάλαιο (hedge fund) προβλέπει ότι επίκειται αθέτηση της εταιρείας Ριψοκίνδυνη Α.Ε. ως προς το χρέος της. Ως εκ τούτου, αγοράζει προστασία μέσω μιας ΣΑΚΑ από την ΑΑΑ-Τράπεζα για δύο χρόνια, αξίας 10 εκατ. δολαρίων, με οντότητα αναφοράς την Ριψοκίνδυνη Α.Ε. και με μια αποδοσιακή διαφορά των 500 μονάδων βάσης (=5%) ετησίως.
- Εάν πράγματι η Ριψοκίνδυνη Α.Ε. αθετήσει ύστερα από ένα χρόνο, το αντισταθμιστικό κεφάλαιο θα έχει πληρώσει 500.000 δολάρια στην ΑΑΑ-Τράπεζα , αλλά θα εισπράξει 10 εκατ. δολ. (υποθέτοντας μηδενικό ποσοστό ανάκτησης και ότι η AAA-Τράπεζα έχει την ρευστότητα να καλύψει τις απώλειες), με αποτέλεσμα έτσι την αποκόμιση κέρδους. Η ΑΑΑ-Τράπεζα και οι επενδυτές της θα υποστούν έτσι μία ζημία των 9,5 εκατ. δολ., εκτός εάν η τράπεζα ανατρέψει με κάποιον τρόπο την κατάσταση που οδηγεί στην χρεοκοπία.
- Εάν όμως η Ριψοκίνδυνη Α.Ε. δεν αθετήσει τις υποχρεώσεις της, τότε η ΣΑΚΑ θα διαρκέσει δύο χρόνια και το αντισταθμιστικό κεφάλαιο θα καταλήξει να πληρώσει και να υποστεί ζημιά ύψους 1 εκατ. δολαρίων. Έτσι η ΑΑΑ-Τράπεζα, παρέχοντας προστασία κατάφερε να βγάλει 1 εκατ. δολ., χωρίς καμία αρχική επένδυση
- .SDS K ΧΡΕΟΣ
Οι ΣΑΚΑ χρησιμοποιούνται επίσης για την κατασκευή συνθετικών Εξασφαλισμένων Ομολόγων Χρέους (ΕΟΧ, collateralized debt obligations). Αντί να κατέχει κανείς ένα ομόλογο ή δάνειο, μπορεί να αναπαράγει την έκθεσή του στον πιστωτικό κίνδυνο ενός χαρτοφυλακίου ομολόγων με τη χρήση μιας ΣΑΚΑ. Ένα παράδειγμα συνθετικού ΕΟΧ αποτελεί το Abacus 2007-AC1, που αποτελεί αντικείμενο της αγωγής για απάτη κατά της Goldman Sachs από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Απρίλιο του 2010. Το Abacus είναι ένα συνθετικό ΕΟΧ αποτελούμενο από συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης που αναφέρονται σε μία ποικιλία τίτλων από τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων με υποθήκη (mortgage backed securities).
"Γυμνές" ΣΑΚΑ. Στα προηγούμενα παραδείγματα, το αντισταθμιστικό κεφάλαιο δεν κατείχε χρέος της Ριψοκίνδυνης Α.Ε. Μία ΣΑΚΑ στην οποία ο αγοραστής δεν είναι κάτοχος του υποκείμενου χρέους ονομάζεται και «γυμνή» ΣΑΚΑ. Εκτιμάται ότι το 80% των συμβάσεων στην αγορά είναι «γυμνές». Τελευταία γίνονται διαβουλεύσεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη για το αν θα πρέπει να απαγορευτεί η χρήση των ΣΑΚΑ που αποσκοπεί στην κερδοσκοπία. Έτσι, η νομοθεσία βρίσκεται υπό εξέταση από το Κογκρέσο στο πλαίσιο της οικονομικής μεταρρύθμισης.
Επικριτές ισχυρίζονται πως οι «γυμνές» συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης πρέπει να απαγορευτούν, διότι είναι σαν να αγοράζει κάποιος την ασφάλεια πυρκαγιάς για το σπίτι τού γείτονά του, πράγμα το οποίο δημιουργεί τεράστιο κίνητρο γιαεμπρησμό. Υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να είναι σε θέση κάποιος να αγοράσει μια ΣΑΚΑ (ασφάλεια κατά του ενδεχομένου αθέτησης) όταν δεν είναι κάτοχος του ομολόγου, ενώ θεωρούν ότι η αγορά των ΣΑΚΑ μπορεί να παρομοιαστεί με το καζίνοκαι τα τυχερά παιχνίδια. Μία άλλη ανησυχία είναι το μέγεθος της αγοράς των ΣΑΚΑ. Επειδή οι γυμνές ΣΑΚΑ είναι συνθετικές, δεν υπάρχει όριο στο πόσα μπορούν να πωληθούν. Το ακαθάριστο ποσό των ΣΑΚΑ υπερβαίνει κατά πολύ τα «πραγματικά» εταιρικά ομόλογα και δάνεια που εκκρεμούν. Κατά συνέπεια ο κίνδυνος αθέτησης μεγεθύνεται οδηγώντας σε ανησυχίες για τον συστημικό κίνδυνο.
ΤΟ ΚΟΛΠΟ-ΠΕΙΡΑΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το πρόβλημα οξύνεται περισσότερο διότι επιτρέπεται στους κερδοσκόπους να στοιχηματίζουν εναντίον χωρών. Πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί κατηγόρησαν τους αγοραστές αυτών των ΣΑΚΑ ότι συνέβαλλαν στην επιδείνωση της ελληνικής κρίσης, η οποία τελικώς οδήγησε στην επιτήρηση της χώρας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2010. Μάλιστα, το 2009, και εγχώριες τράπεζες συμμετείχαν σε ΣΑΚΑ με οντότητα αναφοράς την Ελλάδα, πράγμα που δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση γενικότερα.
Παρά τις ανησυχίες αυτές, Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν είναι υπέρ της πλήρους απαγόρευσης των γυμνών ΣΑΚΑ. Προτιμούν μεγαλύτερη διαφάνεια και καλύτερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, ενώ πιστεύουν ότι οι ΣΑΚΑ κατέχουν μία θέση στην αγορά.
Σύλληψη της Ιδέας των SDS..
Συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης υπήρχαν τουλάχιστον από τις αρχές του 1990. Στην JP Morgan & Co οφείλεται κατά γενική ομολογία η δημιουργία της σύγχρονης ΣΑΚΑ το 1994. Σε εκείνη την περίπτωση, η JP Morgan & Co παρείχε ένα ανοιχτό δάνειο 4,8 δις δολαρίων στην Exxon, η οποία αντιμετώπισε την απειλή των 5 δις δολαρίων στην καταβολή αποζημιώσεων για την πετρελαιοκηλίδα του Exxon Valdez. Μία ομάδα τραπεζιτών της JP Morgan πούλησε τότε τον πιστωτικό κίνδυνο του ανοιχτού δανείου στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ), προκειμένου να μειώσει τα αποθεματικά που η JP Morgan ήταν υποχρεωμένη να διακρατεί έναντι της πιθανής χρεοκοπίας της Exxon, βελτιώνοντας έτσι τον δικό της ισολογισμό. Το 1997 η JP Morgan ανέπτυξε ένα ιδιόκτητο προϊόν ονόματι BISTRO, το οποίο χρησιμοποιούσε ΣΑΚΑ για την βελτίωση του ισολογισμού μίας τράπεζας. Το πλεονέκτημα του BISTRO ήταν ότι χρησιμοποιούσε την τιτλοποίηση για να χωρίσει τον πιστωτικό κίνδυνο σε μικρά κομμάτια, πιο «εύπεπτα» για τους επενδυτές, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν διέθεταν την ικανότητα της ΕΤΑΑ για να δεχτούν πιστωτικό κίνδυνο αξίας 4.8 δις δολαρίων μονομιάς. Το BISTRO ήταν ένα παράδειγμα αυτού που αργότερα έγινε γνωστό ως συνθετική ΣΑΚΑ.
Οι ΣΑΚΑ εξαιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τον νόμο για τον Εκσυγχρονισμό των ΣΜΕ επί Εμπορευμάτων του 2000, ο οποίος ήταν επίσης υπεύθυνος για το «παραθυράκι» της Enron.Από το 2002, κυριάρχησαν στην αγορά οι επενδυτές ως κερδοσκόποι, παρά οι τράπεζες ως αντισταθμιστές. Οι εθνικές τράπεζες στις ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν τις ΣΑΚΑ ήδη από το 1996. Το έτος αυτό, η Γραμματεία του Ελεγκτού Νομίσματος αποτίμησε το μέγεθος της αγοράς σε δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Έξι χρόνια αργότερα, στα τέλη του 2002, το ποσό ξεπέρασε τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια! Αν και οι κερδοσκόποι προκάλεσαν αυτήν την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη, και άλλοι παράγοντες διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο. Μία τέτοια αγορά δεν θα είχε προκύψει μέχρι το 1999, όταν ο Διεθνής Σύνδεσμος Συμβάσεων Ανταλλαγής και Παραγώγων τυποποίησε την τεκμηρίωση για τις ΣΑΚΑ. Επίσης, το 1997 η ασιατική οικονομική κρίση έδωσε το έναυσμα για την αγορά των ΣΑΚΑ επί κρατικών χρεωστικών τίτλων στις αναδυόμενες αγορές. Επιπροσθέτως, το 2004, οι συναλλαγές επί δεικτών άρχισαν σε μεγάλη κλίμακα και αυξήθηκαν ραγδαία.
Το μέγεθος της αγοράς των ΣΑΚΑ υπερδιπλασιάζονταν σε μέγεθος κάθε χρόνο από τα 3,7 τρις δολάρια που ήταν το 2003. Μέχρι το τέλος του 2007, η αγορά των συμβάσεων αυτών είχε ονομαστική αξία 62,2 τρισεκατ. δολάρια. Όμως, το ονομαστικό αυτό ποσό έπεσε κατά τη διάρκεια του 2008, ως αποτέλεσμα των προσπαθειών ορισμένων εταιρειών πρακτόρευσης συμβάσεων για «συμπίεση χαρτοφυλακίου» (αντικατάσταση μέσω συμψηφισμού πλεοναζόντων συμβολαίων), και έτσι στα τέλη του 2008 το ποσό είχε υποχωρήσει κατά 38%, στα 38,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.Εντούτοις, από αυτήν την εκρηκτική ανάπτυξη δεν έλειπαν οι επιχειρησιακοί «πονοκέφαλοι». Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2005, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης κλήτευσε 14 τράπεζες. Ο καθημερινός όγκος των συναλλαγών των ΣΑΚΑ ήταν δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό δημιούργησε σοβαρά θέματα διαχείρισης του κινδύνου, καθώς οι αντισυμβαλλόμενοι βρέθηκαν σε νομικό και χρηματοοικονομικό κενό. Οι βρετανικές αρχές εξέφρασαν τις ίδιες ανησυχίες.
Η αγορά των συμβάσεων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον των επενδυτών/διαχειριστών μετά από μια σειρά συμβάντων μεγάλης κλίμακας το 2008, αρχής γενομένης από την κατάρρευση της Bear Stearns.
Τις ημέρες και εβδομάδες που προηγήθηκαν της κατάρρευσης της Bear Stearns, οι αποδοσιακές διαφορές της τράπεζας διευρύνθηκαν δραματικά, πράγμα που υποδείκνυε ότι υπήρχε ένα κύμα αγοραστών που ήθελαν να προστατευτούν. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η διεύρυνση της διαφοράς ήταν υπεύθυνη για την αντίληψη ότι η Bear Stearns ήταν ευάλωτη και, συνεπώς, περιορίστηκε η πρόσβασή της στη χονδρική αγορά κεφαλαίων, πράγμα το οποίο τελικά οδήγησε στην αναγκαστική πώλησή της στην JP Morgan τον Μάρτιο. Εναλλακτικά, υποστηρίζεται η άποψη ότι η απότομη αύξηση των αγοραστών των ΣΑΚΑ της τράπεζας ήταν μία σύμπτωση, και όχι η αιτία της κατάρρευσης της Bear Stearns. Με άλλα λόγια, οι επενδυτές, βλέποντας την Bear Stearns να έχει προβλήματα, προσπάθησαν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο ή απλώς να κερδοσκοπήσουν πάνω στην κατάρρευσή της.
Τον Σεπτέμβριο η πτώχευση της Lehman Brothers οδήγησε στη συνολική καταβολή περίπου 400 δισεκατ. δολαρίων στους αγοραστές των ΣΑΚΑ της αφερέγγυας τράπεζας. Ωστόσο το καθαρό ποσό που καταβλήθηκε ήταν περίπου 7,2 δις δολάρια. Η διαφορά αυτή οφείλεται στη διαδικασία του «συμψηφισμού». Με τη συνεργασία των συμμετεχόντων στην αγορά, επετράπη στους πωλητές να αφαιρέσουν από τις εκροές τους τις εισροές από τις θέσεις τους στις αντισταθμιστικές τους θέσεις.
Κριτική
Οι επικριτές της τεράστιας πλέον αγοράς ΣΑΚΑ υποστηρίζουν ότι δεν διέπεται καν από το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο και ότι δεν χαρακτηρίζεται από διαφάνεια, επειδή η διαπραγμάτευση των ΣΑΚΑ γίνεται ιδιωτικώς. Επιπλέον, υπάρχουν και ισχυρισμοί ότι οι ΣΑΚΑ επιδείνωσαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, επισπεύδοντας τη χρεωκοπία εταιρειών όπως η Lehman Brothers και η AIG.
Στην περίπτωση της Lehman Brothers, αναφέρεται ότι η διέυρυνση της αποδοσιακής διαφοράς των ΣΑΚΑ μείωσε την αξιοπιστία της και τελικά της προκάλεσε προβλήματα που ήταν αδύνατο να ξεπεράσει. Ωστόσο, οι υπέρμαχοι της αγοράς των ΣΑΚΑ υποστηρίζουν ότι η άποψη αυτή συγχέει την αιτία με το αποτέλεσμα: Η διαφορά απόδοσης των ΣΑΚΑ απλά εξέφραζε την πραγματικότητα, δηλαδή το γεγονός πως η εταιρεία είχε σοβαρά προβλήματα. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι η αγορά ΣΑΚΑ επέτρεψε σε επενδυτές που είχαν ρίσκο αντισυμβαλλόμενου με την Lehman Brothers να μειώσουν την έκθεση τους σε περίπτωση αθέτησης.
Συστημικός Κίνδυνος
Ο πιστωτικός κίνδυνος των αντισυμβαλλομένων στις ΣΑΚΑ αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, ιδίως επειδή η Lehman Brothers και η AIG ήταν αντισυμβαλλόμενοι σε πολύ μεγάλο αριθμό συναλλαγών ΣΑΚΑ. Αυτό είναι ένα παράδειγμα συστημικού κινδύνου, δηλαδή κινδύνου που απειλεί ολόκληρη την αγορά. Έχει υποστηριχθεί ότι το μέγεθος κι η απελευθέρωση της αγοράς ΣΑΚΑ αύξησαν αυτόν τον κίνδυνο.
Για παράδειγμα, έστω ότι ένα υποθετικό αμοιβαίο κεφάλαιο είχε αγοράσει εταιρικά ομόλογα της Washington Mutual to 2005 και αποφάσισε να αντισταθμίσει την έκθεση τους στον κίνδυνο αγοράζοντας προστασία μέσω ΣΑΚΑ από την Lehman Brothers. Μετά την στάση πληρωμών από την Lehman, η προστασία θα έπαυε να ισχύει. Στην συνέχεια, μια ξαφνική στάση πληρωμών από την Washington Mutual θα οδηγούσε σε μαζικές απώλειες από τα ομόλογα, απώλειες οι οποίες θα έπρεπε να είχαν ασφαλιστεί από τα ΣΑΚΑ. Υπήρξε επίσης η ανησυχία ότι η αδυναμία της Lehman και της AIG να πληρώσουν τα συμβόλαια ΣΑΚΑ θα οδηγούσε στο διαχωρισμό της περίπλοκης αλυσίδας των συναλλαγών ΣΑΚΑ μεταξύ των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Κάτι τέτοιο δε φαίνεται να έχει συμβεί μέχρι τώρα, αν και έχει λεχθεί ότι επειδή η συνολική έκθεση μιας τράπεζας σε ΣΑΚΑ δεν γνωστοποιείται δημόσια, ο κίνδυνος μεγάλων απωλειών ή ακόμα και αδυναμίας πληρωμών ήταν σημαντικός παράγοντας της μείωσης ρευστότητας δανεισμού τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2008.
Οι αλυσιδωτές συναλλαγές σε ΣΑΚΑπροκύπτουν απο την πρακτική του συμψηφισμού. Η εταιρεία Β μπορεί να αγοράσει ΣΑΚΑ από την εταιρεία Α με κάποιο ετήσιο «ασφάλιστρο», έστω 2%. Αν ή κατάσταση της εταιρείας αναφοράς επιδεινωθεί, ο κίνδυνος θα αυξηθεί και τότε η εταιρεία Β μπορεί να πωλήσει ΣΑΚΑ σε μια εταιρεία Γ με το αυξημένο ασφάλιστρο, έστω 5%, καρπώνοντας τη διαφορά του 3%. Αν όμως η εταιρεία αναφοράς περιέλθει σε κατάσταση αθέτησης, η Β είναι πιθανό να μην έχει τα απαραίτητα στοιχεία ενεργητικού για την εκπλήρωση του συμβολαίου. Εξαρτάται από το συμβόλαιο της με την Α να παρέχει μια μεγάλη πληρωμή, την οποία στην συνέχεια μεταβιβάζει στην Γ. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι αν μία από τις εταιρείες της αλυσίδας αντιμετωπίσει πρόβλημα, δημιουργούνται αλυσιδωτές αντιδράσεις απωλειών. Για παράδειγμα, αν η Α αποτύχει, η Β θα εισέλθει σε στάση πληρωμών ως προς το συμβόλαιο της με την Γ, οδεύοντας προς την πτώχευση, ενώ η Γ θα έχει μαζικές απώλειες από την αδυναμία να εισπράξει αποζημίωση για το χρέος της εταιρείας αναφοράς που κατείχε. Ακόμα χειρότερα, επειδή τα συμβόλαια ΣΑΚΑ είναι ιδιωτικά, η Γ δε μπορεί να γνωρίζει ότι εξαρτάται από την Α, καθώς είχε συναλλαγές μόνο με την Β.
Η ίδρυση ένος οίκου εκκαθάρισης για τις συναλλαγές ΣΑΚΑ θα συνέβαλλε στην λύση του προβλήματος των αλυσιδωτών αντιδράσεων, καθώς όλες οι συναλλαγές θα είχαν έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου